- ζηλοδοτηρ
- ζηλοδοτήρζηλο-δοτήρ-ηρος ὅ внушающий рвение, пробуждающий страсти
(Διονυσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Διονυσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζηλοδοτήρ — ζηλοδοτήρ, ῆρος, ό (Α) αυτός που διεγείρει τον ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι] … Dictionary of Greek
ζηλοδοτῆρα — ζηλοδοτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek